- κατοχώδης
- κατοχ-ώδης, ες,A resembling catalepsy, Aret.SA2.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατοχώδης — κατοχώδης, ῶδες (Α) [κατοχή] αυτός που έχει συμπτώματα κατοχής, καταληψίας … Dictionary of Greek
κατοχώδεα — κατοχώδης resembling catalepsy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κατοχώδης resembling catalepsy masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)